Citizen Erased

Thanos, Trump and Silicon Valley

Thanos, Trump & Silicon Valley

Στο δρόμο που χάραξε ο arch-villain των Avengers, Thanos, περπάτησαν οι μεγαλύτερες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης την περασμένη εβδομάδα, εξαφανίζοντας με μιας τους λογαριασμούς του απερχόμενου Προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump (συμπαρασύροντας και δεκάδες χιλιάδες προφίλ υποστηρικτών/συνωμοσιολόγων της θεωρίας QAnon). Χτυπώντας τα δάχτυλα τους λοιπόν, οι λεγόμενες «Big Tech» εταιρείες προκάλεσαν ένα σπουδαίο κύμα αντιδράσεων, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά της συζήτησης περί ελευθερίας της έκφρασης και των κινδύνων περιορισμού της Δημοκρατίας. Η αφορμή για αυτή την άνευ προηγουμένου απόφαση των GAFAM (Google, Amazon, Facebook, Apple, Microsoft), ήταν η ιστορική και συνάμα ανατριχιαστική στιγμή της εισβολής των ακροδεξιών υποστηρικτών του Trump στο Καπιτώλιο, που προκάλεσε και το θάνατο έξι ανθρώπων. Μια απόλυτα οργανωμένη, όπως αποδείχθηκε, εισβολή, το σχέδιο της οποίας εκπονήθηκε σε διάφορα σημεία του Διαδικτύου: από τα mainstream social media, τύπου Twitter και – κυρίως – Facebook, μέχρι τα λεγόμενα «εναλλακτικά» Μέσα, όπως τα Parler και το Gab, που βρίθουν από σεξιστές, ακροδεξιούς συνωμοσιολόγους και υπέρμαχους της λευκής ανωτερότητας, που αισθάνονται ότι τα «φιλελεύθερα» Μέσα τους φιμώνουν.

Την κίνηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ακολούθησε και η Amazon (και μια σειρά άλλων πλατφορμών, όπως το Shopify, αλλά και τραπεζών, όπως η Deutsche Bank), η εταιρεία που έχει απλώσει ρίζες σε όλο το φάσμα του Διαδικτύου και που έχει κατηγορηθεί επανειλημμένα για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας των υπαλλήλων της, αλλά και για αθέμιτο ανταγωνισμό. Η Amazon, λοιπόν, πέραν της παντοδύναμης αγοράς που διαθέτει, έχει και μια πληθώρα υπηρεσιών υποδομών, τα λεγόμενα Amazon Web Services, πάνω στις οποίες έχει χτιστεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του Διαδικτύου – τουλάχιστον του Δυτικού Διαδικτύου. Πάνω σε αυτές τις ματωμένες πλάτες, που έχουν κάνει τον Jeff Bezos έναν εκ των πλουσιότερων ανθρώπων στη Γη, είχε χτιστεί και το Parler, το οποίο αυτό-διαφημιζόταν ως μια ανεξέλεγκτη έκδοση του Twitter, δηλαδή μια πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς εποπτεία κι έλεγχο του περιεχομένου· ήτοι το υγρό όνειρο των φασιστοειδών, που ζουν σαν διαδικτυακοί νομάδες από τότε που μπήκαν στο στόχαστρο των Αρχών οι σελίδες ακραίου περιεχομένου, όπως το 4chan, 8chan κ.ά.

Λίγες μέρες, λοιπόν, πριν την αναγόρευση του Joe Biden ως νέου Προέδρου των ΗΠΑ – ο νυν μάς ενημέρωσε λίγες ώρες πριν διαγραφεί οριστικά ο λογαριασμός του στο Twitter ότι δε θα παραστεί στην ορκωμοσία – ερχόμαστε να δούμε με λίγο μεγαλύτερη νηφαλιότητα τις επιπτώσεις των εκτυλιχθέντων στην ελευθερία της έκφρασης και, γενικότερα, τη Δημοκρατία. Αξίζει να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο, επειδή έχει σηκωθεί πολλή σκόνη αναφορικά με τη νομιμότητα της ενέργειας των πλατφορμών, πως αυτές είχαν κάθε νομικό δικαίωμα να πράξουν όπως έπραξαν. Συγκεκριμένα, χάρη στο «νόμο που έφτιαξε το Διαδίκτυο», όπως λένε αρκετοί, δηλαδή την παράγραφο 230 του νόμου περί επικοινωνιών (Communications Decency Act 1996), η οποία στην ουσία αφαιρεί την νομική ευθύνη από τους διαμεσολαβητές (τις πλατφόρμες) αναφορικά με το περιεχόμενο που ανεβάζουν οι χρήστες. Το ότι υπάρχει content moderation σε αυτές τις πλατφόρμες είναι εν πολλοίς επιλογή των ίδιων, ώστε να είναι πιο «θελκτικές» σε διαφημιστές, χρήστες, κ.λπ. Αυτό βέβαια αρχίζει και αλλάζει, κυρίως στην Ευρώπη, όπου βλέπουμε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία να υιοθετούν νόμους σχετικά με το περιεχόμενο των πλατφορμών και, άρα, κάνοντας το moderation υποχρεωτικό.

Όλες αυτές οι εξελίξεις δείχνουν και τις επιπτώσεις που έχουν τα social media στον offline κόσμο. Νομίζω έχουμε ξεπεράσει πια το σημείο που ακόμα κάποιοι μιλούσαν για δύο διακριτές πραγματικότητες. Οι entrepreneurs, λοιπόν, της Silicon Valley είχαν κάθε δικαίωμα να κλείσουν τους λογαριασμούς του Trump. Ωστόσο, προς δικαίωση και των εργαζομένων, να σημειωθεί για την ιστορία πως εκείνοι ήταν αυτοί που πίεσαν τις ηγεσίες των εταιρειών να λάβουν δραστικά μέτρα (300 εργαζόμενοι του Twitter έστειλαν επιστολή το βράδυ της 7ης Ιανουαρίου στον CEO Jack Dorsey ζητώντας την οριστική διαγραφή του Trump από την πλατφόρμα). Και πάλι για την ιστορία, να σημειώσουμε ότι δεν άλλαξε κάτι στη ρητορική του Trump εν μία νυκτί: αυτά έκανε 4 χρόνια τώρα, ενώ οι εταιρείες δεν λάμβαναν δραστικά μέτρα υπερασπιζόμενες την ειδησεογραφική αξία των λογαριασμών του. Σε κάθε περίπτωση, η πρόκληση σε βία και η ανυποχώρητη άρνηση της ήττας του κορυφώθηκαν την 6η Ιανουαρίου, οπότε και επήλθε η μεγάλη πλατφορμική κρίση του, σα φυσικό επακόλουθο της λαϊκής του κρίσης από τους Αμερικάνους ψηφοφόρους.

Αφού ξεκαθαρίσαμε μερικά πράγματα, πάμε να δούμε τα απόνερα που αφήνει αυτή η ιστορία και την ηθικό-πολιτική τους διάσταση. Αρχικά, είναι απολύτως κατανοητό το άγχος όσων ανησυχούν για το τι μπορεί να λογοκριθεί στο Διαδίκτυο και, κάπως αποστομωτικά, λένε «αφού το έκαναν στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, γιατί όχι και σε μένα;» Καλή ερώτηση, αλλά κάπως άστοχη. Οι πλατφόρμες αυτό το κάνουν συνέχεια· όποιοι νομίζουν ότι αυτό που βλέπουν στο feed τους είναι ό,τι ανεβαίνει στα social media, αγνοεί τη βασικότερη λειτουργία τους, τη διαχείριση περιεχομένου: από το τι επιτρέπεται να ανέβει και τον έλεγχο αυτού από ανθρώπους και αλγόριθμους, μέχρι τον τρόπο ταξινόμησης του περιεχομένου, οι πλατφόρμες ελέγχουν τον τρόπο κυκλοφορίας και παρουσίασης του περιεχομένου τους. Έπειτα, η απάντηση στο ρητορικό ερώτημα είναι απλή: εάν υποκινήσεις σε βία και πιθανή κατάλυση του πολιτεύματος, θα διαγραφείς· εάν εξυμνείς το ναζισμό και τη λευκή ανωτερότητα, θα διαγραφείς. Εδώ δεν μιλάμε για κάποιο «ξεχείλωμα» της πολιτικής ορθότητας, αλλά για βασικές έννοιες ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μπορούμε να συνεχίσουμε, αλλά θα φτάναμε σε επίπεδα long-read που δεν αντιστοιχούν στο πνεύμα του άρθρου.

Για να μην παρεξηγηθούμε: έχουν υπάρξει πάρα πολλές περιπτώσεις ανθρώπων του ριζοσπαστικού χώρου (και στην Ελλάδα), που είδαν τους λογαριασμούς τους να εξαφανίζονται ή να «τρώνε» shadow-ban, δηλαδή να μειώνεται δραστικά η απήχηση των δημοσιεύσεων τους. Συνεπώς, οι πλατφόρμες βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο αμιγώς πολιτικών αποφάσεων, ενώ έχουν αναχθεί σε ρυθμιστές του δημοσίου διαλόγου. Εξού και η ανάγκη θέσπισης ρυθμιστικών πλαισίων. Αυτό που πρέπει να μας προβληματίζει είναι η δύναμη των πλατφορμών, από την οποία αντλούν νομιμοποίηση για λαμβάνουν τέτοιες αποφάσεις. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να σταθούμε περισσότερο στο πλαίσιο που τους επιτρέπει να «σβήσουν» τον Trump, παρά στο ότι το έκαναν – και ορθώς. Οι ρυθμίσεις και τα νομοθετικά πλαίσια που συζητούνται τώρα στην Ευρώπη αφορούν περισσότερο τους μηχανισμούς διαφάνειας των αποφάσεων των πλατφορμών (δηλ. πώς πήραν την τάδε απόφαση, ποιοι συμμετείχαν, ποιοι είναι ακριβώς οι κανόνες που παραβιάζονται κ.ο.κ.), καθώς και τον «εκδημοκρατισμό» της διαχείρισης του περιεχομένου (δηλ. να μπορούν οι χρήστες να κάνουν έφεση στην απόφαση). Η εποχή της νεοφιλελεύθερης αυτορρύθμισης παγκοσμίως έχει παρέλθει και όσοι υπέρμαχοι επιμένουν σε αυτήν είναι διότι αγνοούν των συνεπειών της ή εθελοτυφλούν. Για να μην αιθεροβατούμε ωστόσο, η λύση δεν πρόκειται να έρθει ούτε «από τα πάνω». Ο κοινωνικός παράγοντας της βάσης πρέπει να έχει κεντρικό ρόλο στην επόμενη μέρα του Διαδικτύου, με ακτιβιστικές διεκδικήσεις, χρήση εναλλακτικών πλατφορμών και τεχνολογιών κ.λπ. Οι ρυθμίσεις διαμορφώνουν το πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου, αλλά οι πολίτες πρέπει να διαμορφώνουν το περιεχόμενο, μαχόμενοι τις κυρίαρχες πλατφόρμες.